ἄρτω

ἄρτω
ἄρτος
cake
masc nom/voc/acc dual
ἄρτος
cake
masc gen sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αρτώ — (AM ἀρτῶ, άω) κρεμώ κάτι από κάπου, από ένα σημείο αρχ. ἀρτῶμαι 1. κρέμομαι από κάπου («δέλτος... ἐκ φίλης χερὸς ἠρτημένη», «ἀρτ. ἐν βρόχοις», Ευρ.) 2. (εκ + γεν.) εξαρτώμαι από κάποιον ή από κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < *αFερτάω. Ο τ. αποτελεί υστερογενή …   Dictionary of Greek

  • ἀρτῶ — ἀ̱ρτῶ , ἀρτάω fasten to imperf ind mp 2nd sg (doric aeolic) ἀρτάω fasten to pres imperat mp 2nd sg ἀρτάω fasten to pres subj act 1st sg (attic epic ionic) ἀρτάω fasten to pres ind act 1st sg (attic epic doric ionic aeolic) ἀρτάω fasten to pres… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρτῷ — ἀρτάω fasten to pres opt act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄρτῳ — ἄρτος cake masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄρτωι — ἄρτῳ , ἄρτος cake masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ЕВХАРИСТИЯ. ЧАСТЬ I — [греч. Εὐχαριστία], главное таинство христ. Церкви, состоящее в преложении (μεταβολή изменение, превращение) приготовленных Даров (хлеба и разбавленного водой вина) в Тело и Кровь Христовы и причащении (κοινωνία приобщение; μετάληψις принятие)… …   Православная энциклопедия

  • APOMAGDALIAE — Graece ἀπομαγδαλίαι, quid sint apud veterem Scholiastem Homeri Odyss. κ. v. 216. ubi de canibus Poeta, Ω῾ς δ᾿ ὅταν ἀμφὶ ἄνακτα κύνες δαίτηςθεν ἰόντα Σαίνωσ᾿ (ἀεὶ γάρ τε φέρει μειλίγμκτα ςθυμοῦ) Ut cum circa herum canes e convivio euntem… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • CANIS Trapezites seu Mensarius — Homero non semel memoratur; Od. inprimis ρ. v. 309. Οἷοί τε τραπεζῆες κυν´ες ἀνδρῶν Γἰγνοντ᾿, ἀγλαΐης δ᾿ ἕεκεν κομέουσιν ἄνακτες. Quales sunt virorum mensarii canes, Quos delitiarum gratiâ nutriunt Reges. Τραπεζῆες, i. e. οἱ εν τραπέζῃ τρεφόμενοι …   Hofmann J. Lexicon universale

  • άρτημα — ἄρτημα, το (Α) [αρτώ] 1. το κρεμαστό στολίδι, το σκουλαρίκι 2. το σχοινί για ανάρτηση 3. η σημαδούρα 4. στον πληθ. οι σύνδεσμοι που συνδέουν κυρίως τα μέρη μιας άρθρωσης …   Dictionary of Greek

  • άρτησις — (I) ἄρτησις, η (Α) [αρτώ] η εξάρτηση, το κρέμασμα. (II) ἄρτησις, η (Α) [αρτέομαι] τα εξαρτήματα, ο εξοπλισμός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”